ἀρσενοκοίτης, -ου, ὁ
• Alolema(s): ἀρρεν- AP 9.686
sodomita, homosexual
οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται1Ep.Cor.6.9,
ἄρρην ἀρρενοκοίτηςAP l.c., cf. Bardes.3.25.
οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται1Ep.Cor.6.9,
ἄρρην ἀρρενοκοίτηςAP l.c., cf. Bardes.3.25.