< ἄρρυπτος
ἀρρῡσίαστος >
ἀρρύπωτος
,
-ον
• Alolema(s):
ἀρύ-
Ephr.Syr.2.260A, 2.276D
limpio
,
puro
τὸ φιληδονίας ἀρρύπωτον
Basil.M.32.132A.