ἀρρύπαρος, -ον
• Alolema(s): ἀρύ- Cat.Cod.Astr.1.149.8, Gr.Naz.M.36.424B


1 limpio, puro γλῶσσα Eust.Op.152.58
fig. εἰς δὲ δευτέραν ἡμέραν ὁ γάμος ἀρρυπαρότερος An.Ox.3.186.6, cf. Cat.Cod.Astr.l.c., del nacimiento de Cristo, Cyr.H.Catech.12.32, 17.6.

2 adv. -ως sin mancha υἱὸν ἀνθρώπου, ἐκ τῆς Παρθένου προελθόντα ... ἀ. Gr.Naz.l.c.