< ἀρρίζω
Ἄρριος >
ἀρρίζωτος
,
-ον
no enraizado
,
que se adhiere sin raíces
οἱ δὲ σωλῆνες καὶ κόγχαι ἀρρίζωτοι διαμένουσιν
Arist.
HA
548
a
5, cf. Thphr.
CP
3.7.3.