ἀρρέμβαστος, -ον
• Grafía: graf. ἀρεμ- Nil.M.79.509A


1 no divagante, recogido fig. εὐχή Mac.Aeg.Hom.31.2.

2 adv. -ως sin distracción, sin vacilación (πίστις) ἀρεμβάστως προσφερομένη Χριστῷ Nil.l.c., ἀ. ... νυκτερίῳ εὐχῇ προσπαραμένειν Nil.M.79.97B.