ἀρρυθμία, -ας, ἡ
• Alolema(s): ἀρυσμίη Hsch.
ausencia de ritmo regular o proporción, arritmia
ἀ. καὶ ἀναρμοστίαPl.R.401a,
μετὰ ἀρρυθμίας τε καὶ ἀχαριστίαςPl.R.411e,
δι' ἀρρυθμίαν τοῦ σχήματοςD.61.12,
τοῦ μήκους ἡ ἀ.Luc.Salt.27,
ἀσυμφωνία καὶ ἀ.Meth.Porph.1.9, cf. Poll.4.58, Hsch., del pulso
ἀταξία τις ἢ ἀνωμαλία ... ἢ ἀ.Gal.11.25.