< ἀρρητοφόρος
ἀρρηφορέω >
ἀρρητοφώνως
con lenguaje misterioso
τὸν ἀ. βροντοηχούμενον ἐξ οὐρανοῦ
Chry.Hie.
Enc.Io.B
.p.33.17.