< ἀρρητουργία
ἀρρητουργός >
ἀρρητουργικός
,
-όν
que versa sobre misterios
subst. τὰ ἀ.:
οἱ μηχανικοὶ καὶ οἱ τὰ ἀρρητουργικὰ γράφοντες
Sch.Lyc.738.