ἀρρητοποιός, -όν
1 que practica un vicio obsceno o vergonzoso
Πολύμνηστος δὲ καὶ Οἰώνιχος ὅμοιοι ἀρρητοποιοίSch.Ar.Eq.1287, cf. Anon.in EN 172.29, Hsch.
2 que celebra misterios Luc.Lex.10.
Πολύμνηστος δὲ καὶ Οἰώνιχος ὅμοιοι ἀρρητοποιοίSch.Ar.Eq.1287, cf. Anon.in EN 172.29, Hsch.