< ἀρρέντερος
ἀρρενωνυμέω >
ἀρρενώδης
,
-ες
1
viril
,
valiente
Sch.Er.
Il
.8.39.
2
adv. -ῶς
viril
,
valerosamente
προσβαλόντες τῷ τείχει ἀρρενωδῶς
LXX 2
Ma
.10.35.