ἀρρενωπός, -όν
• Morfología: [tb. -ή, -όν Luc.Fug.27, Scyth.11]
1 de pers. gener. ref. a mujeres de aspecto varonil, viril, fuerte
γυναῖκές τε ἀρρενωποὶ καὶ ἄνδρες θηλυκοίArist.GA 747a1, cf. Luc.Fug.27,
τότε μὲν γὰρ θηλυδριώδης ἑωρᾶτο ... τότε δὲ ἀρρενωπόςD.C.59.26.7, cf. D.Chr.1.74,
ἀρρενωπότερον ἡμῖν τὸν φίλον ὑποδείκνυεSynes.Ep.140, cf. Et.Gen.1572.
2 de cosas y abstr. propio del hombre, viril
τὸ πρὸς τὴν ἀνδρείαν ῥέπον ἀρρενωπὸν φατέον εἶναιPl.Lg.802e,
τὴν εὐμορφίανLuc.Scyth.11,
βλέμμαPoll.2.59, cf. Sor.24.18,
στολήAel.NA 2.11,
τὰ μὲν ὀνόματα Θρᾴκια καὶ ἀρρενωπάThem.Or.11.151c
•subst. τὸ ἀρρενωπόν virilidad
τὸ ἀρρενωπὸν τῆς ψυχῆςChor.Decl.3.12, cf. Ruf. en Orib.Inc.18.15, D.S.4.6.
3
ἀρρενωπός· φοβερόςHsch.α 7123.