< ἀρρενιστέον
ἀρρενογαμέω >
ἀρρενοβασία
,
-ας, ἡ
sodomía
οἱ Στωϊκοὶ δογματίζουσιν ἀδελφοκοιτίας καὶ ἀρρενοβασίας ἐπιτελεῖσθαι
Thphl.Ant.
Autol
.3.6.