ἀρπᾰλέος, -α, -ον
I
γένοςAgath.4.13.7, fig.
ἁρπαλέη νοῦσος σε κατέφθισενIPE 2.167.2 (Panticapeo III/II a.C.).
2 atractivo, seductor
κέρδεαOd.8.164,
ἔρωςThgn.1353,
ἥβης ἄνθεα γίγνεται ἁρπαλέαMimn.1.4
•deseado, ansiado
δόσιςPi.P.8.65, cf. 10.62,
φορβήOpp.H.3.234, cf. 2.388, Nonn.Par.Eu.Io.6.26
•
ἁρπαλέον γὰρ ὄπισθε ... ἐστι δαΐζειν ἀνδρὸς φεύγοντοςTyrt.7.17.
II adv. -ως con avidez
ἡ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε ... ἁρπαλέωςOd.6.250, cf. 14.110, Telegon.1, A.R.2.306
•con vehemencia
ἁ. ἀραμένηAr.Lys.331,
ἐπεχήρατο ... ἁ.A.R.4.56
•con placer, con agrado
ἡμέτερον κῶμον δέξεται ἁ.Thgn.1046,
εὕδονθ' ἁ.Mimn.10.8.