< ἁρπακτήριος
ἁρπακτί >
ἀρπακτής
,
-οῦ, ὁ
• Alolema(s):
ἁρπάκτης
JRCil
.2.49.12 (Panfilia, imper.)
ladrón
,
rapaz
,
que arrebata
ὁ πάντων ἁρπακτὴς Ἀίδης
Call.
Epigr
.2.6, cf.
JRCil
.l.c.