< Ἀρούς
ἀρόχεται· >
ἀρούσπεξ
lat.
haruspex
,
haruspice
μάντιν ... ὃν ἡμεῖς ἱεροσκόπον καλοῦμεν, Ῥωμαῖοι δὲ ... ἀρούσπικα προσαγορεύουσιν
D.H.2.22.