ἀρούριον, -ου, τό


dim. de ἄρουρα pequeño campo de labor εἴπερ ἐπομβρηθῇ τὸ ἀ. ... μηδέ τιν' ὑλαίην τέξεται ἀνθοσύνην AP 11.365 (Agath.), sin cont. PSI 974.6 (I/II d.C.).