< ἀροτρίαμα
ἀροτρίασμα >
ἀροτρίασις
,
-εως, ἡ
arada
οὐκ ἔσται ἀ. οὐδὲ ἄμητος
LXX
Ge
.45.6, cf.
PTeb
.704.21 (III a.C.), Ps.Ptol.
Centil
.8.