< ἀροτρεύω
ἀροτρία >
ἀροτρήτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
-ίτης
AP
9.23 (Antip.)
• Prosodia:
[ᾰ]
dedicado a la labranza
βίοτος
AP
l.c.,
χαλκός
AP
6.41 (Agath.).