ἀροτρευτήρ, -ῆρος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
arador, labrador
(ταῦροι) ἀροτρευτῆρες ἀρούρηςAP 9.299 (Phil.)
•fig.
πόντου ἀ.marinero, AP 9.242 (Antiphil.).
(ταῦροι) ἀροτρευτῆρες ἀρούρηςAP 9.299 (Phil.)
πόντου ἀ.marinero, AP 9.242 (Antiphil.).