< Ἄρνη
ἀρνηΐς >
ἀρνηάς
,
-άδος, ἡ
eol.
oveja
ἔπεροι καὶ ἀρνηάδες ἐρίων ἀτελέες ... ἀρνηάδων ἔταλα ἀτελέα
Schwyzer
644.15 (Egas IV a.C.).