< ἀρνησίχριστος
ἀρνητής >
ἀρνητέον
hay que negar
op. δοτέον
Arist.
Top
.160
a
25,
τὴν πρώτην (
sc
. ὑπόνοιαν)
Hld.1.26.6,
σοι καὶ τὸ ὄνομα
An.Ox
.3.223.30.