ἀρνησίθεος, -ον
que niega a Dios
ἀποστασίαHippol.Artem. en Eus.HE 5.28.6,
κακίαMalch.Ep. en Eus.HE 7.30.5
•subst. renegado, ateo
ἀρνησίθεοι εἰς ΄ᾴδου καταβαίνουσινOrigenes Comm.in Mt.12.12 (p.91.23).
ἀποστασίαHippol.Artem. en Eus.HE 5.28.6,
κακίαMalch.Ep. en Eus.HE 7.30.5
ἀρνησίθεοι εἰς ΄ᾴδου καταβαίνουσινOrigenes Comm.in Mt.12.12 (p.91.23).