< ἀρμαραύσιν
ἁρμαρίτης >
ἀρμάριον
,
-ου, τό
lat.
armarium
,
alacena
,
SB
4292.10,
EM
146.56G.,
Gp
.18.21.1
•
relicario
τὰ ἀρμάρια τῶν κειμηλίων
Cyr.S.
V.Euthym
.48.