ἀρμενίζω
náut. largar velas, hacerse a la mar
πλοῖονCyran.1.13.12, 3.6.3, Phys.A 121.2
•navegar
(ὁ πρίων) ὑψοῖ τὰς πτέρυγας αὑτοῦ, καὶ ἀρμενίζειPhys.A 121.3, cf. Gloss.2.245.
πλοῖονCyran.1.13.12, 3.6.3, Phys.A 121.2
(ὁ πρίων) ὑψοῖ τὰς πτέρυγας αὑτοῦ, καὶ ἀρμενίζειPhys.A 121.3, cf. Gloss.2.245.