ἀρμαμέντον, -ου, τό
lat. armamentum, armería, arsenal
ταῦτα (sc. τὰ ὅπλα) κατασκευάζειν καὶ εἰσκομίζειν εἰς τὸ θεῖον ἡμῶν ἀρμαμέντονIust.Nou.85.3,
τῷ δημοσίῳ ... ἀρμαμέντῳIust.Nou.ib.
ταῦτα (sc. τὰ ὅπλα) κατασκευάζειν καὶ εἰσκομίζειν εἰς τὸ θεῖον ἡμῶν ἀρμαμέντονIust.Nou.85.3,
τῷ δημοσίῳ ... ἀρμαμέντῳIust.Nou.ib.