ἀρκάριος, -ου, ὁ
• Alolema(s): -άρις SEG 2.421 (Macedonia)


lat. arcarius, tesorero ἀρκάρις ἀργενταρίων SEG l.c., cf. IEphesos 809.1, IP 8(3).99 (imper.), οἱ ἀρκάριοι τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης ἐκκλησίας Cod.Iust.1.2.24.16, cf. Iust.Nou.147.2 (p.720), ἀρκάριος ὁ θησαυροφύλαξ Greg.Cor.in meth.p.1122
recaudador del fisco imperial τὰ ... καταβαλλόμενα τῷ ... ἀρκαρικαρίῳ (sic) ἤτοι ἐμβολάτορι POxy.126.15 (VI d.C.).