ἀρκυστασία, -ας, ἡ
• Alolema(s): ἀρκυο- Artem.2.11, 3.59
trampa de redes para cazar
καθαρὰς ποιούμενος τὰς ἀρκυστασίαςX.Cyn.6.6,
ἀ. καὶ ... νεφέλαι ... πρὸς θήρανArtem.2.11, cf. 3.59,
τῶν δικτύων τὴν στάσιν ἢ καλεῖται ἀ.Poll.5.32.
καθαρὰς ποιούμενος τὰς ἀρκυστασίαςX.Cyn.6.6,
ἀ. καὶ ... νεφέλαι ... πρὸς θήρανArtem.2.11, cf. 3.59,
τῶν δικτύων τὴν στάσιν ἢ καλεῖται ἀ.Poll.5.32.