< ἀρκτόφυλλον
ἀρκτύλος >
ἀρκτόχειρ
,
-χειρος
adj.
de zarpas de oso
ἔδοξέ τις μεταμορφωθεὶς ἀ. γεγονέναι
Artem.5.49.