< ἀρκεθ-
Ἀρκεισιάδης >
ἀρκεῖος
,
-ον
1
septentrional
,
nórdico
πνοή
A.
Fr
.127.
2
de oso
στέαρ
Dsc.1.125,
δέρματα
D.Chr.7.43, cf.
DP
8.33.