ἀρκετός, -ή, -όν
I
ἄρτος ... ἀρτυόμενος ... ἁλσὶν ἀρκετοῖςChrysipp.Tyan. en Ath.1113b,
πνεῦμα ἀρκετόνCorp.Herm.Fr.23.14, c. inf.
ὡς οὔτε δέχεσθαι τοὺς πολεμίους ἀρκετὴν ἔχοι δύναμινI.BI 3.130
•ἀρκετόν (ἐστι) es suficiente
ἀρκετὸν οἴνῳ αἴθεσθαι κραδίηνes suficiente inflamar el corazón de vino, AP 9.749 (Oenom.), c. dat.
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆςbástele a cada día su propia maldad, Eu.Matt.6.34, c. εἰς y ac.
ἀρκετὸν εἰς ὑπόμνησιν τῆς συνθέσεωςA.D.Pron.100.2,
ἀ. ... ἡ προκειμένη εἰς τὸ παραστῆσαι τὴν ὑπόλοιπον συνέμπτωσινA.D.Synt.223.17.
2 de pers. autosuficiente, que se basta a sí mismo
ἀ. γ[έ]νουsé autosuficiente e.d. trabaja, BGU 33.5 (II/III d.C.),
ἀρκετοί ἐστεos bastáis, POxy.3407.24 (IV d.C.), cf. BGU 531.2.24 (II d.C.), c. part. pred.
ἀ. γάρ ἐστιν Ἱερακίων προσκαρτερῶνPBremen 16.14 (II d.C.).
II adv. -ῶς suficientemente
πανάρκεια ἀ. κεχορηγημένηTheol.Ar.38,
αὐτὸ ἀ. ἐπέδειξενSch.Aristid.132.1.