ἀριήκοος, -ον
• Prosodia: [ᾰρῐ-]


1 muy afamado, célebre ἄγαλμα Κύπριδος Call.Del.308, διανοίας ὑποδοχή Dam.Fr.269.

2 que oye fácilmente, propicio de Apolo, A.R.4.1707, οὖας Procl.H.2.14
obediente (πώεα) φθογγῆς ἡμετέρης ἀριήκοα Nonn.Par.Eu.Io.10.16.