< ἀριστογνώμων
Ἀριστοδάμα >
ἀριστόγονος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
de óptima prole
μάτηρ
Pi.
P
.11.3,
τοκεύς
Nonn.
D
.20.53, cf.
Par.Eu.Io
.4.29.