< Ἀριστοβάθρα
Ἀριστοβούλη >
ἀριστόβιος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
subst.
persona de vida intachable
,
de conducta virtuosa
ἀριστοβίων μέγ' ἀέθλιον
Orác. en Hld.2.35.5.