ἀριστίζω
• Prosodia: [ᾱ-]
1 dar una comida para celebrar algo, c. ac.
ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶςAr.Eq.538,
τούτους ... ἀρίστισον εὖAr.Au.659,
χρηστῶς δηλαδὴ ἠρίστικας <σ>εαυτόνMen.(?) en PKöln 203c.1.10,
τὴν πόλιν ... ἐπὶ πενταε[τί]ανIG 7.2712.62 (Acrefia I d.C.),
τοῖς τε πολίταις καὶ Ῥωμαίοις καὶ παροίκοις καὶ ξένοις ἀρίστισενSEG 32.1243.17 (Cime I a./d.C.),
ἀρίστισε τὸ πλᾶθοςSEG 32.1243.19,
τὰς ... παρ[θένουςSEG 26.1826.21 (Cirene II d.C.), definido como
ἀρίστου μεταδίδωμί τινιA.D.Synt.280.8.
2 en v. med. almorzar
op. δειπνεῖνHp.VM 10, cf. A.D.Synt.280.3.