< ἀριστητής
Ἀριστίας >
ἀριστητικός
,
-ή, -όν
• Prosodia:
[ᾱ-]
glotón
de pers.
ἀ[ρ]ιστητικώτεροι ... ἡμῶν
Eup.99.13.