ἀριστεύω


1 destacar, ser el mejor de pers. μάχῃ ἔνι Il.11.409, Isoc.9.16, ἐν ἄθλοισιν Pi.N.11.14, ἐν ὕδασιν Nonn.D.39.354
c. dat. de rel. βουλῇ Il.11.627, σιδήρῳ Nonn.D.34.114
c. ac. de rel. στάδιον Pi.O.10.64, πάντα S.Tr.488, Pl.R.540a, ἰάλεμον Theoc.15.98, c. inf. μάχεσθαι Il.11.746
c. part. pred. πάσχοντες ἠρίστευσαν Ast.Am.Hom.10.6.2
c. gen. partit. a modo de sup. ἀνδρὸς ἀριστεύσαντος ἐν Ἑλλάδι τῶν ἐφ' ἑαυτοῦ epigr. en Th.6.59, τῆσδ' ἀ. χθονός E.Rh.194, μετὰ Πελοποννησίων ἀριστεύοντες καὶ κατὰ θάλατταν X.Mem.3.5.11, cf. tb. ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν Pi.N.1.14, τὸ κηδεῦσαι καθ' ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ A.Pr.890
sin ref. expresa sobresalir en el combate ἀριστεύσας ἐτελεύτησε Hdt.3.55
en aor. prevalecer, triunfar ἑτέρη ... γνώμη ... ἠρίστευσε Hdt.7.144.

2 ganar en premio al valor c. ac. int. καλλιστεῖα S.Ai.435, ἀριστείαν Plu.Pel.34.