< ἀριστερομάχος
ἀριστερός >
ἀριστερόπηρος
,
-ον
mutilado del lado izquierdo
,
BGU
367.8 (VII d.C.),
ἀριστοπηρὸς (
sic
) υἱός
SB
4668.7 (VII d.C.).