ἀριπρεπής, -ές


1 conspicuo ἄστρα Il.8.556, cf. Plot.2.3.8, αἰγίς Il.15.309, ὄρμοι Lyr.Alex.Adesp.9.3
muy sobresaliente, prominente ὄρος Od.9.22, σκῆπτρον Orph.Fr.102.

2 de pers. y dioses muy distinguido, excelso παῖς Il.6.477, βασιλῆες Od.8.390, Διόνυσος Q.S.4.386, ἄνδρες Philostr.VS 617, ἀριπρεπεστέρα ταῖν πολέιον Them.Or.18.223b
de anim. ἵππος Il.23.453
de abstr. εἶδος Od.8.176, Orph.Fr.114.

3 adv. -έως preeminentemente del sol φαίνει πᾶσιν ἀ. Isidorus 4.14
sent. dud. IG 7.1684 (Platea).