ἀριθμητός, -ή, -όν
1 fácil de contar
ὀφθαλμοίCratin.161,
ψεκάςAP 12.145,
ἄμμεςTheoc.14.48,
ἐχθροίTheoc.16.87
•subst.
τὸ ἠριθμημένον ἢ τὸ ἀριθμητόνArist.Ph.223a23.
2 contado
ἔτη δὲ ἀριθμητὰ δεδομένα δυνάστῃLXX Ib.15.20,
ἀριθμητά· τὰ ὀλίγαHsch.