< ἀριγηρᾰλέος
Ἀριγνώτη >
ἀριγνώς
,
-ῶτος
• Prosodia:
[ᾰ-]
muy famoso
Ἐνδαΐδος ἀριγνῶτες υἱοί
Pi.
N
.5.12, cf. dud. Sapph.96.4 (v. Ἀριγνώτη, ἀρίγνωτος).