< ἀρθμός
ἀρθρεμβόλησις >
ἀρθρεμβολέομαι
ensamblarse
una pieza de una máquina
ἡ ... θερμαστρὶς ... εἰς ἣν ἀρθρεμβολεῖται ὁ λεγόμενος ὁδηγός
Ath.Mech.34.6.