ἀρηΐθοος, -ου


rápido en el combate, aguerrido αἰζηοί Il.8.298, ἄνδρες Simon.89.2D., Orac.Sib.13.156, Γέφυρος A.R.1.1042, Ἀργεῖοι Q.S.1.750, Μενέλαος Q.S.10.122.