ἀρημένος, -η, -ον


abatido, consumido γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀ. Il.18.435, Ὀδυσσεὺς ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀ. Od.6.2, τίπτε, τόσον, Πολύφημ', ἀ. ὧδ' ἐβόησας Od.9.403, ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον Od.18.53.
• Etimología: Cf. 2 ἀρή.