< 2 Ἀρεία
Ἀρειανέω >
ἀρειάζω
dud.
ser excelente
Διο]νυσόδωρος ... τὰν θυγατέρ[α] ἀρειάξασαν ἀνέθεικε Ἀρτάμιδι
SEG
26.555 (Coronea III a.C.).