ἀρδεύω


I tr.

1 regar terrenos, plantas y cultivos en gener. Νεῖλος ἀρδεύει χθόνα A.Pr.852, cf. Thphr.HP 7.5.2, τάδε μῆλα Nonn.D.16.326, ἁλωήν Nonn.Par.Eu.Io.4.38, τὴν γῆν PRyl.653.27 (IV d.C.), cf. PIand.9.28 (II d.C.), en v. pas. τὰ λάχανα ... ἀρδευόμενα Arist.Pr.924b15, τόπους τῶν μὴ ... ἀρδευομένων Plb.10.28.3, ἐλάα Thphr.HP 4.2.9, cf. CP 2.6.1, 3.17.7.

2 fig. amamantar μαστῷ τε ἀρδεύσειν χεῖλος ἑοῖο βρέφους GVI 1606.4 (Demetríade III/II a.C.)
de ahí inspirar τὸν Δημοσθένην πολλάκις ἀρδεύσας Chor.Or.8.proem.2, ἡμετέρης ῥόος αὐδῆς ἀρδεύων Nonn.Par.Eu.Io.15.7.

II intr. en v. med. beber, refrescarse βόσκομαι καὶ ἀρδεύομαι M.Ant.5.4.