ἀρδεία, -ας, ἡ
1 riego, irrigación
τῆς ἀρδείας στερομένους (τοὺς γεωργοῦντας)Str.4.6.7,
ἀρδείαις ποτίζομενPlu.2.687f,
ἀ. τῆς γῆςBGU 283.6 (II d.C.), cf. PCair.Isidor.138, PGrenf.1.57.14 (VI d.C.), PMasp.2.2.22 (VI d.C.), Hsch.
2 acción de abrevar
ἵππον ἐς ἀρδείαν ἄγεινllevar el caballo a abrevar Ael.NA 7.12.