ἀργῠρόχροος, -ον
• Alolema(s): contr. -ους, -ουν Tz.Ep.71


de color plateado λέπη τῶν ὀστρέων Tz.H.11.478, τὸ χρῶμα τοῦ ὕφους Tz.Ep.71.