ἀργῠρίδιον, -ου, τό
• Prosodia: [-ρῑ-]
pequeña cantidad de plata o dinero
διὰ μικρὸν ἀ. δοῦλος γεγένημαιAr.Pl.147,
ἀργυρίδιον καὶ χρυσίδιον τὸν πλοῦτον ἀποκαλοῦντεςIsoc.13.4, cf. Ar.Fr.560, Eup.124, Din.Fr.48.3, Socr.Ep.36, Diph.19.2, Arr.Epict.1.18.22, PFam.Teb.19.4 (II d.C.), SB 7743.19, Alciphr.2.36.2, Olymp.in Grg.125.25.