ἀργῠρήλᾰτος, -ον
1 trabajado en plata
κέραταA.Fr.185,
φιάλαιE.Io 1181,
τρίπουςRh.1.637.22,
εἰκώνLyd.Mag.3.35.
2 que produce plata
Παγγαίου ἀργυρήλατον πρῶναA.Fr.23a.
κέραταA.Fr.185,
φιάλαιE.Io 1181,
τρίπουςRh.1.637.22,
εἰκώνLyd.Mag.3.35.
Παγγαίου ἀργυρήλατον πρῶναA.Fr.23a.