ἀργύριος, -α, -ον
• Prosodia: [ῠ]
1 plateado, fig. argénteo, luminoso
πρόσωπονAlcm.1.55, ref. a la luna, Sapph.34.5.
2 subst.
ὁ ἀ.· εἶδος βοτάνηςHsch.; v. tb. ἀργύρειος.
πρόσωπονAlcm.1.55, ref. a la luna, Sapph.34.5.
ὁ ἀ.· εἶδος βοτάνηςHsch.; v. tb. ἀργύρειος.